- καταπροίξομαι
- καταπροίξομαιshallfut ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… … Dictionary of Greek
καταπροίξεαι — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξει — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξεσθαι — καταπροίξομαι shall fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξεται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξονται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξῃ — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)